Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τῶν ὄχλων

См. также в других словарях:

  • επιτωθασμός — ἐπιτωθασμός, ὁ (Α) [επιτωθάζω] εμπαιγμός, χλεύη («τὰ μὲν ἀγωνιῶν τὸν ἐπιτωθασμὸν τῶν ὄχλων οὐ δυνήσεται περιορᾱν δῃουμένην τὴν χώραν», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • λιθόλευστος — λιθόλευστος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώθηκε με λιθοβολισμό («γίνονται λιθόλευστοι ὑπὸ τῶν ὄχλων κατά τινα χρησμὸν ἀρχαῑον», Διόδ.) 2. ο άξιος λιθοβολισμού 3. φρ. «λιθόλευστος Ἄρης», Σοφ. θάνατος που επέρχεται με λιθοβολισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * …   Dictionary of Greek

  • Άνταμ, Πολ — (Paul Adam, 1862 – 1920). Γάλλος μυθιστοριογράφος. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1885 με το νατουραλιστικό μυθιστόρημα Τρυφερή σάρκα.Έγραψε μαζί με τον Ζαν Μορεάς τα βιβλία Δεσποινίδες Κουμπέρ (1886) και Τσάι στης Μιράντας (1886). Τις πολιτικές του …   Dictionary of Greek

  • επαθροίζομαι — ἐπαθροίζομαι (Α) συγκεντρώνομαι σ έναν τόπο όπου έχουν ήδη συγκεντρωθεί και άλλοι («τῶν δὲ ὄχλων ἐπαθροιζομένων ἤρξατο λέγειν», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • θητεία — η [θητεύω] (Α θητεία) 1. η υπηρεσία τών κληρωτών στον στρατό, η στρατιωτική θητεία, το στρατιωτικό 2. το χρονικό διάστημα τής υπηρεσίας τού κληρωτού 3. οποιαδήποτε υπηρεσία που εκτελείται σε ορισμένο χρονικό διάστημα («η θητεία τού προέδρου τής… …   Dictionary of Greek

  • κήλησις — κήλησις, ἡ (Α) [κηλώ] 1. κατάθελξη, γοήτευση, καταμάγευση με ξόρκια («θηρίων τε καὶ νόσων κήλησις», Πλάτ.) 2. μτφ. γοήτευση από ρητορικό λόγο ή από μουσική και ευχάριστους ήχους («δικαστῶν και ἐκκλησιαστῶν καὶ τῶν ἄλλων ὄχλων κήλησις», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»